ear drops - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ear drops - translation to ελληνικό

FORM OF MEDICINE USED TO TREAT OR PREVENT EAR INFECTIONS
Eardrops; Eardrop; Ear drops; Ear-drops; Drop earring; Gentisone HC; Ciproxin HC; Sofradex; Kenacomb; Otic drops
  • Antibiotic ear drop
  • Person administering ear drops
  • Person with otitis externa

ear drops         
σταγόνες για τα αυτιά
σταγόνες για τα αυτιά      
ear drops
eye drops         
  • Man applying eye drops
  • These eye drops are packaged for single use, without preservatives
SALINE-CONTAINING LIQUID DRUG ADMINISTERED THROUGH THE EYE
Eye drops; Eyedrop; Eyedrops; Eye-drop; Oculotect; Ocular lubricant; Ophthalmic solution; Eye lubricant; Lubricant eye drops
σταγόνες για τα μάτια

Ορισμός

Eardrop
·noun A pendant for the ear; an earring; as, a pair of eardrops.
II. Eardrop ·noun A species of primrose. ·see Auricula.

Βικιπαίδεια

Ear drop

Ear drops are a form of topical medication for the ears used to treat infection, inflammation, impacted ear wax and local anesthesia. They are commonly used for short-term treatment and can be purchased with or without a prescription. Before using ear drops, refer to the package insert or consult a health professional for the amount of drops to use and the duration of treatment.